δεντρομολόχα

δεντρομολόχα
Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό με την επιστημονική ονομασία αλθαία η ροδίνη. Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Με τις μεθόδους της επιλογής και της διασταύρωσης έχει δημιουργηθεί πλήθος ανθοκομικών ποικιλιών, με μεγάλα, διπλά άνθη (διαμέτρου 10-12 εκ.), σε εντυπωσιακούς χρωματισμούς (ροζ, κόκκινο, κίτρινο, λευκό, κρεμ κλπ.), που αναπτύσσονται πάνω σε ανθοφόρα στελέχη ύψους 1,50-2,50 μ. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο την άνοιξη και ανθίζει το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου. Ευδοκιμεί σε πλούσιο, ελαφρύ και στραγγερό έδαφος και σε μέρη που εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία. Φυτεύεται σε κήπους κατά ομάδες 5-7 ατόμων, μέσα σε χλοοτάπητες, στο βάθος των ανθώνων ή μπροστά από τοιχία και διακρίνεται για τη λυγερή κορμοστασιά της. Καλλιεργείται επίσης για την παραγωγή ανθών. Τα μακριά ανθοφόρα στελέχη της συνθέτουν εντυπωσιακές ανθοδέσμες. Η δ. καλλιεργήθηκε στην Κίνα, από τα πρώτα ακόμα στάδια του πολιτισμού, για διακοσμητικούς σκοπούς. Από τα άνθη της παράγεται η χρωστική ουσία αλθαιίνη που χρησιμοποιείται για το χρωματισμό κρασιών και άλλων αλκοολούχων ποτών. Οι ρίζες του φυτού έχουν μαλακτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται ως φάρμακο σε παθήσεις του φάρυγγα. Η δεντρομολόχα είναι καλλωπιστικό φυτό, αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα, με μεγάλα φύλλα και άνθη.
* * *
η
1. περιληπτική ονομασία τών φυτών αλθαία η ροδανθής, αλθαία η φαρμακευτική, λαβατερία* η δενδρώδης και λαβατερία η κρητική
2. «δενδρομολόχα η άγρια» — το φυτό φλόμος* ή θάψος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδρομαλάχη — δενδρομαλάχη, η (Α) το φυτό δεντρομολόχα (Lavatera arborea). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + μαλάχη «μολόχα»] …   Dictionary of Greek

  • αλθαία — (althaea).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των μαλβιδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Είναι συγγενικά με τη μολόχα, από την οποία διακρίνονται δύσκολα. Τα φύλλα τους είναι παλαμοειδή, χνουδωτά, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”